φθογγολογικός

φθογγολογικός
-ή, -ό
1. αυτός που έχει σχέση με τη φθογγολογία (βλ. λ.), που είναι της φθογγολογίας: Φθογγολογικές μεταβολές.
2. το ουδ. ως ουσ., φθογγολογικό το τμήμα της γραμματικής που εξετάζει τη φύση και τις μεταβολές των φθόγγων (σε αντιδιαστολή με το «τυπικό»).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φθογγολογικός — ή, ό, Ν 1. ο σχετικός με τη φθογγολογία 2. το ουδ. ως ουσ. το φθογγολογικό κεφάλαιο τής γραμματικής το οποίο έχει ως αντικείμενο την εξέταση τής φύσης τών φθόγγων καθώς και τών μεταβολών που αυτοί υφίστανται. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθογγολογία. Η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”